χρησμοδοτικός

χρησμοδοτικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρησμοδότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεμιστοπόλος — ο (Α θεμιστοπόλος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θεμιστοπόλος ο νομικός, ο δικαστής, ο δικηγόρος αρχ. 1. (για βασιλείς και δικαστές) αυτός που απονέμει το δίκαιο 2. χρησμοδοτικός, μαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι)* + πολος (< πέλω / ομαι),… …   Dictionary of Greek

  • θεμιστός — θεμιστός, ή, όν (Α) [θέμις (Ι)] 1. θεμιτός, όσιος, νόμιμος («αἵματος οὐ θεμιστοῦ», Αισχύλ.) 2. χρησμοδοτικός, μαντικός. επίρρ... θεμιστῶς (Α) νόμιμα, δίκαια …   Dictionary of Greek

  • λόγιος — Προσωνυμία του Ερμή ως θεού της γλώσσας και της ευγλωττίας, σε αντίθεση με τον Κερδώο Ερμή. Βλ. λ. Ερμής. * * * ια, ιο (AM λόγιος, ία, ιον) [λόγος] πεπαιδευμένος, πνευματικά καλλιεργημένος, μορφωμένος, πολυμαθής νεοελλ. 1. (και ως ουσ.) άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”